-
1 προ-κατ-αρτύω
προ-κατ-αρτύω, vorher zubereiten, τοὺς δυςκαϑέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ ϑυμοειδεῖς, Plut. de aud. poet. 10 M., vorher mäßigen.
1 προ-κατ-αρτύω
προ-κατ-αρτύω, vorher zubereiten, τοὺς δυςκαϑέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ ϑυμοειδεῖς, Plut. de aud. poet. 10 M., vorher mäßigen.